- υψιβίας
- και ιων. τ. ὑψιβίης, ὁ, Ααυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βίας (< βία), πρβλ. ευρυ-βίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὑψιβίας — ὑψιβίᾱς , ὑψιβίας high and mighty masc acc pl ὑψιβίᾱς , ὑψιβίας high and mighty masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)